μεταδοτικά

μεταδοτικά
μεταδοτικός
disposed to impart
neut nom/voc/acc pl
μεταδοτικά̱ , μεταδοτικός
disposed to impart
fem nom/voc/acc dual
μεταδοτικά̱ , μεταδοτικός
disposed to impart
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • επιζωοτία — Λοιμώδης ή παρασιτική ασθένεια που προσβάλλει τα ζώα. Στην περίπτωση που τα είδη των ζώων είναι πολλά, ονομάζεται πανζωοτία. Η νομοθεσία ορίζει την υποχρεωτική δήλωση των ύποπτων για ασθένεια ζώων που ο κάθε ιδιώτης έχει στην κατοχή του. Ο νόμος… …   Dictionary of Greek

  • λοιμοκαθαρτήριο — το εγκατάσταση στην οποία πραγματοποιείται η απομόνωση ατόμων που είναι ύποπτα ότι ήλθαν σε επαφή με πάσχοντες από μεταδοτικά νοσήματα και όπου υφίστανται ενδεχομένως τη λεγόμενη καραντίνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λοιμός + καθαρτήριο (< καθαιρώ). Η λ.… …   Dictionary of Greek

  • Παστέρ, Λουί — (Pasteur, Louis, Ντολ, Ιούρας 1822 – Βιλνέβ, λ’ Ετάν Σεν ε Ουάζ 1895). Γάλλος βιολόγος και χημικός. Γιος μικροβιοτέχνη βυρσοδεψίας, εκδήλωσε από παιδί μεγάλη κλίση στο σχέδιο και στη ζωγραφική, αλλά σε ηλικία 19 ετών αποφάσισε να επιδοθεί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”